- γλυκογένεση
- η(βιοχημ.) η βιοσύνθεση της γλυκόζης από προϊόντα μεταβολισμού γλυκιδίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκογενετικός — ή, ό ή γλυκογόνος, ο αυτός που έχει σχέση με τη γλυκογένεση … Dictionary of Greek
νεογλυκογένεση — η (βιοχημ.) η εκ νέου δημιουργία γλυκόζης, γλυκονεογένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoglucogenese (< νε[ο] + γλυκογένεση)] … Dictionary of Greek